-
1 πολυ-πλάνητος
πολυ-πλάνητος, = πολυπλανής, Her. 1, 56; übtr., χερὸς ὀρέγματα, Aesch. Ch. 419; αἰών, Eur. Hipp. 1110; πόνοι, Hec. 1319.
-
2 ἀπριγκτό-πληκτα
ἀπριγκτό-πληκτα πολυπλάνηταδ' ἦν ἰδεῖν χερὸς ὀρέγματα Aesch. Ch. 419, nach Well., od. ἀπρικτόπληκτα, nach Lachmann, Emend. für ἄπριγκτοι πληκτά, fortwährend geschlagen. Falsche Aenderung ist ἀπρικτεί.
-
3 ὄρεγμα
-
4 ἐπ-ασσυτερο-τριβῆ
ἐπ-ασσυτερο-τριβῆ χερὸς ὀρέγματα, Aesch. Ch. 420, auf einander folgende Schläge der ausgestreckten Hand.
-
5 ἐπασσυτεροτριβῆ
ἐπ-ασσυτερο-τριβῆ χερὸς ὀρέγματα, aufeinander folgende Schläge der ausgestreckten Hand
См. также в других словарях:
επασσυτεροτριβής — ἐπασσυτεροτριβής, ές (Α) αυτός που χτυπά αλλεπάλληλα, συνεχώς («ἐπασσυτεροτριβῆ τὰ χερὸς ὀρέγματα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ασσύτερος (πρβλ. επασσύτερος) + τριβής (< τρίβω)] … Dictionary of Greek
πολυπλάνητος — η, ο / πολυπλάνητος, ον, ΝΜΑ πολυπλανεμένος, αυτός που έχει πλανηθεί, που έχει βρεθεί άθελά του σε πολλά μέρη αρχ. 1. αυτός που αναφέρεται στις περιπλανήσεις ή προέρχεται από αυτές («δρομαίων... πολυπλανήτων... πόνων», Ευρ.) 2. (για χτυπήματα)… … Dictionary of Greek
όρεγμα — ὄρεγμα, τὸ (Α) [ορέγω] 1. (κυρίως για τα χέρια αλλά και για τα πόδια) έκταση, άπλωμα (α. «προτείνει δὲ χεὶρ ἐκ χερὸς ὀρέγματα», Αισχύλ. β. «διὰ τὸ μέγεθος τοῡ ὀρέγματος» εξαιτίας τού ανοίγματος τού βήματος, Αριστοτ.) 2. το να προσφέρει κάποιος… … Dictionary of Greek